σαπρίας

σαπρίας
σαπρίᾱς , σαπρία
decay
fem acc pl
σαπρίᾱς , σαπρία
decay
fem gen sg (attic doric aeolic)
σαπρίᾱς , σαπρίας
old
masc acc pl
σαπρίᾱς , σαπρίας
old
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαπρίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) παλαιό και ευώδες γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός (για κρασί) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά γεύση» + επίθημα ίας (πρβλ. κων ίας, ομφακ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σαπρία — σαπρίᾱ , σαπρία decay fem nom/voc/acc dual σαπρίᾱ , σαπρία decay fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σαπρίᾱ , σαπρίας old masc nom/voc/acc dual σαπρίας old masc voc sg σαπρίᾱ , σαπρίας old masc voc sg (attic) σαπρίᾱ , σαπρίας old masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρίαι — σαπρία decay fem nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρία decay fem dat sg (attic doric aeolic) σαπρίας old masc nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρίας old masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρίαν — σαπρίᾱν , σαπρία decay fem acc sg (attic doric aeolic) σαπρίᾱν , σαπρίας old masc acc sg (attic epic doric aeolic) σαπρίας old masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρίᾳ — σαπρίαι , σαπρία decay fem nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρία decay fem dat sg (attic doric aeolic) σαπρίαι , σαπρίας old masc nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρίας old masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπριῶν — σαπρία decay fem gen pl σαπρίας old masc gen pl σαπρίζω make rotten fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”